- αναπόδραστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν μπορεί κανείς να του ξεφύγει: Βρέθηκε στην αναπόδραστη ανάγκη να πουλήσει το σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναπόδραστος — unavoidable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόδραστος — η, ο (Α ἀναπόδραστος, ον) [ἀποδιδράσκω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, ο αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει … Dictionary of Greek
ἀναποδράστως — ἀναπόδραστος unavoidable adverbial ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδραστον — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc sg ἀναπόδραστος unavoidable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδράστου — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδράστους — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδραστα — ἀναπόδραστος unavoidable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
αδιάφευκτος — η, ο [διαφεύγω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανείς, ο αναπόφευκτος, αναπόδραστος … Dictionary of Greek
ԱՆՃՈՂՈՊՐԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0199 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ἅφευκτος, ἅφυκτος, ἁναπόδραστος inevitabilis Ուստի չէ՛ մարթ ճողոպրիլ. անզերծանելի. անփախչելի. անհրաժեշտ. ուր որ խալըսում չիկայ, որու ձեռքէն փախչիլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)